Το μπλούζ της Κυριακής/Ωτακουστής. Το βιβλίο αυτό (x2) είναι σώμα

Ομολογώ ότι είχα πολύ μεγάλο άγχος για το ποιο θα είναι το πρώτο βιβλίο για το οποίο θα μοιραστώ μαζί σας εντυπώσεις, συναισθήματα, μικρές γνώσεις. Τριγύρω μου, δίπλα, πάνω, κάτω από το κρεβάτι, μέσα στις τσάντες, διάχυτα σε πάτωμα και γραφείο, είναι τα βιβλία. Ο μικρός και ταυτόχρονα τόσο μεγάλος δικός μου κόσμος.

Πάντα πίστευα ότι τα βιβλία, οι μουσικές, οι ταινίες, και γιατί όχι κι οι άνθρωποι, έρχονται και σε βρίσκουν την κατάλληλη στιγμή. Όταν τα έχεις ανάγκη. Έτσι άνοιξα και το βιβλίο της Νατάσσας Καραμανλή και ξεκίνησα ένα βράδυ να το διαβάζω και δεν το άφησα από τα χέρια μου. Την έντασή του κουβαλώ μαζί μου ζωντανή μέρες τώρα. Το βιβλίο αυτό το βρήκα από τα ίδια τα χέρια της Νατάσσας. Στην παρουσίασή του στο Duende Jazz Bar, στη Θεσσαλονίκη, ένα από τα πρώτα βράδια του Μάρτη.

Πρόκειται για ένα διπλό βιβλίο. Χωρίς εισαγωγικά. Όπως το λέει η ίδια η λέξη. Το κρατάς στα χέρια σου, διαβάζεις το ένα μέρος του, και για το δεύτερο, το γυρνάς ανάποδα και ξεκινάς ακόμη ένα αναγνωστικό ταξίδι. Ο λόγος που διαλέγω αυτό το βιβλίο ως αρχή της συντροφιάς μας δεν είναι η πρωτοτυπία του -παρόλο που αγαπώ την καινοτομία και το παιχνίδι. Το διαλέγω γιατί με διάλεξε μιλώντας βαθιά μέσα μου.

«Το μπλουζ της Κυριακής». Θεατρικός Μονόλογος που απέσπασε το Α΄ βραβείο Θεατρικού Μονολόγου στον 4ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της διοργάνωσης του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος. Ένας μονόλογος κατάσαρκα βγαλμένος από το στόμα μιας γυναίκας, από την ίδια την ψυχή και το σώμα της, μιας γυναίκας που κάνει ανασκόπηση της ίδιας της της ζωής.

Δε θέλω να λέω ποτέ. Θέλω να ρωτώ μόνο πότε. Αυτό τουλάχιστον μου δίνει μια απάντηση. Αν ρωτήσω κάποιον «πότε θα έρθεις;» «στις έξι» θα μου πει ή και «ποτέ». Αυτό μόνο δικαιούμαι να γνωρίζω, την πρόθεση κι όχι τον χρόνο. Δεν με ενδιαφέρει η αφορμή, την αιτία αναζητώ.

Πρόκειται για ένα κλειστοφοβικό σκηνικό, γεμάτο όμως επιμέρους ιστορίες. Μία μέσα στην άλλη και όλα μαζί η ζωή της ηρωίδας που μονολογεί. Απευθύνεται στον ίδιο της τον εαυτό αλλά και σε όλους όσοι συνθέτουν την περίπλοκη αυτή συνθήκη που είναι η ζωή της.

Έχω γυρίσει τη ζωή μου το μέσα έξω, φόρεσα ανάποδα την ψυχή μου.

Περίπλοκη όπως κάθε ανθρώπου μέσα στον δικό του κόσμο. Αυτή είναι η ουσία της τέχνης, να έρχεσαι και να ακουμπάς, να διαλέγει ο άλλος τις λέξεις για το μέσα σου, να κατανοείς το πανανθρώπινο του συναισθήματος, το τρωτό της ανθρώπινης φύσης, το βήμα προς τον άλλον. Αυτό είναι ο μονόλογος της ηρωίδας, μια κραυγή κι ένα κάλεσμα. Προς όσους, προς όποιους.
Κλείνω, τελειώνω το ένα μέρος, το ένα βιβλίο. Το αφήνω. Αφήνω να κάτσει εντός μου η επίδρασή του.

Δυο βράδια μετά το γυρνώ ανάποδα. «Ωτακουστής». Το άλλο βιβλίο.

Είμαι ένας ωτακουστής ξένων θανάτων…φύγε, νύχτα, εξαφανίσου! Θόλωσε η ματιά μου από το αιώνιο σκοτάδι σου.

Η ίδια, ή και μια άλλη, ηρωίδα, για μια ακόμη φορά σε ένα περιβάλλον κλειστό, χωρίς ανάσα αφουγκράζεται τη σιωπή και τους θορύβους των σκιών. Ένας γέρος του πάνω ορόφου που σέρνει τις παντόφλες του, και μαζί με αυτές τη βαριά ψυχή του,

πάλλονται από τη θύμηση οι βλεφαρίδες του κι υγραίνονται,

ανάμεσα στο άδειο πλέον τραπέζι που δεν φιλοξενεί τα πιάτα της οικογένειας, αλλά και στο στητό μπούστο της γυναίκας του.

οι χτύποι της καρδιάς του ακούγονται όπως τα ξεκούρδιστα παλιά ρολόγια ασυγχρόνιστα, να μετρούν τις στιγμές που ξέχασαν σωστά να υπολογίσουν

Ένα παιδικό δαχτυλίδι, χρωματιστές τσιχλόφουσκες, ένα γαλάζιο φόρεμα, ένα μωρό που κλαίει, κι ένα αγόρι που αγαπά τα γλυκά.
Και οι σκιές, κι αυτός που παραμονεύει παντού, έτοιμος να αρπάξει τις ζωές. Κι η ηρωίδα που ακούει αλλά δεν μπορεί να φωνάξει. Και οι γονείς, επανέρχονται. Και τα γυαλιά. Αίμα και πόνος.

Τίποτε δεν είναι τόσο σίγουρο στη ζωή όσο ο θάνατος.

Όλες οι αισθήσεις τεταμένες. Μερικές φορές ακούς με τα μάτια. Τα γουρλώνεις ανοιχτά και μιλάς και με αυτά. Είναι ο μόνος τρόπος να εκφράσεις αυτό που νιώθεις όταν ένα κείμενο σε συγκλονίζει. Δεν ξέρω πού βρήκε τόση δύναμη η συγγραφέας, πώς πάλεψε με τόσα σκοτάδια, εμένα όμως με συγκλόνισε. Κι ομολογώ ότι σπάνια το παθαίνω, πλέον, μετά από χιλιάδες σελίδες ανάγνωσης.

Θαυμάζω τους ανθρώπους που εκτίθενται, που δεν φοβούνται να αναμετρηθούν με το ερώτημα του κατά πόσο η ιστορία του βιβλίου είναι η ιστορία του συγγραφέα. Τη γνωρίζω την Νατάσσα, αλλά όχι τόσο όσο να γνωρίζω αν είναι καθαρή μυθοπλασία οι λέξεις της ή ενέχουν τη βιωμένη αλήθειά της. Δεν με νοιάζει κιόλας. Με ενδιαφέρει που την φαντάζομαι να το γράφει, που είχα τη χαρά να την παρακολουθήσω να το αποδίδει, για πρώτη της φορά, θεατρικά, που κουβαλώ τη μορφή, τη φωνή, τις λέξεις της μαζί μου.

Θα περιμένω με ανυπομονησία ο,τι καινούριο φέρει το μέλλον από τη Νατάσσα Καραμανλή. Της εύχομαι καλοτάξιδο. Εύχομαι στον καθένα σας να ζήσει την εμπειρία της ανάγνωσης του διπλού αυτού βιβλίου.

Καλή μας αρχή!
Γιατί σαν το βιβλίο, την υφή και μυρωδιά του, δεν έχει.

Το μπλουζ της Κυριακής / Ωτακουστής
Νατάσσα Καραμανλή, εκδόσεις ΑΝΑΤΥΠΟ

υ.γ 1 Θέμα μητέρα: σε όλες τις διαστάσεις του. Δύσκολο κι επώδυνο. Το διπλό αυτό βιβλίο το χαρτογραφεί εις βάθος.
υ.γ 2 Όταν όλα αποδίδονται με αισθήσεις, σωματοποιημένα, έχουν άλλη δύναμη. Το βιβλίο αυτό (x2) είναι σώμα.
υ.γ 3 Καλή αρχή, είπαμε; Ας ξαναπούμε! Καλώς ανταμώσαμε!

Share and Enjoy !

Filed under Βιβλίο

Ίσως αν ζούσαμε σε άλλη εποχή να ήμουν σύννεφο. Σε αυτήν, την τρέχουσα, βιώνω παράλληλες ζωές ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη φαντασία και τις σελίδες των βιβλίων. Διαβάζω και γράφω από μικρή, μεσοδιαστήματα ακαδημαϊκών σπουδών, κάπου ανάμεσα στη Νομική Επιστήμη, την Επικοινωνία και τον Πολιτισμό, τη Δημιουργική Γραφή. Και πάντα στο πλάι μου τα ταξίδια. Κι οι άνθρωποι. Κυρίως αυτοί που χρήζουν προσοχής και βοήθειας. Γιατί στο τέλος το Καλό θα νικήσει. Πού θα με βρεις; Θα διαβάζουμε παρέα εδώ, στη στήλη των CityGirls, θα γράφω τα «καρκινικά» ποιήματα, θα μελετώ την Ιαπωνική λογοτεχνία, θα μοιράζομαι ο,τι αγαπώ και όπου νιώθω οικεία, θα έχω πάντα στο ράφι μου την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Πού πάει το λευκό όταν το χιόνι λιώνει;» και θα προετοιμάζω, θα ζω και θα γράφω νέες ιστορίες. Γιατί η ζωή είναι αγρίως απίθανη.